- χωλεύω
- ΜΑ [χωλός]μτφ. είμαι ατελής, έχω βασικές ελλείψεις, είμαι ελαττωματικός («πρὸς τὴν πίστιν χωλεύειν», Ιωάνν. Χρυσ.)αρχ.1. χωλαίνω, καθιστώ κάποιον χωλό («αἱ ἀμαζόνες καὶ ἐχώλευον τὰ ἄρρενα τῶν παρ' αὐταῑς γεννωμένων», Σέξτ. Εμπ.)2. (αμτβ.) είμαι χωλός, κουτσαίνω («Ἥφαιστος δ' ἅμα τοῑσι κίε, σθένεϊβλεμεαίνων, χωλεύων...», Ομ. Ιλ.).
Dictionary of Greek. 2013.